- ἀστύφελος
- ἀστύφελος [ῠ], η, on (ος, ον AP9.413 (Antiphil.)),A not rugged,
πατρίς Thgn.1044
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πατρίς Thgn.1044
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀστύφελος — not rugged masc nom sg ἀστύφελος not rugged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστύφελος — ἀστύφελος, ον (Α) [στυφελός] αυτός που δεν είναι τραχύς ή πετρώδης … Dictionary of Greek
ἀστύφελον — ἀστύφελος not rugged masc acc sg ἀστύφελος not rugged neut nom/voc/acc sg ἀστύφελος not rugged masc/fem acc sg ἀστύφελος not rugged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυφέλης — ἀστύφελος not rugged fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)